Πριν πεινάσουν μαγειρεύουν των φρονίμων τα παιδιά
και τα ρούχα τους φυλάνε για να έχουν τα μισά.
Αλλά εγώ που δεν τους μοιάζω όλα τα ’παιξα στα ζάρια,
τώρα σαν την αλεπού τα κάνω κρεμαστάρια.
Μου ’πες για πολλά κεράσια κι έχω φτάσει μέχρι εδώ,
μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, το καλάθι μου αδειανό.
Μια καλή κι ωραία μέρα θα φανεί απ’ το πρωί,
ο άγιος ήθελε φοβέρα κι εγώ του ’πα προσευχή.
Ή στραβός είν’ ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε,
κάποιο λάκκο έχει η φάβα, πέφτω και τσακίζομαι.
Μα αν δεν πάθεις πώς θα μάθεις μέσ’ σε τούτη τη ζωή,
αν ο σκύλος είν’ χορτάτος τότε η πίτα είναι μισή.
Όποιος βιάζεται σκοντάφτει, το γοργόν και χάριν έχει,
λάλησαν πολλά κοκόρια κι έτσι άργησε να φέξει.
Μα το ένα φέρνει τ’ άλλο και οι Χιώτες παν δυο δυο,
εσύ τράβα με κι ας κλαίω, έχω κι άλλα να σου πω.
Που λες την είχα από μικρή μια έμφυτη αντιπάθεια
για παροιμίες και ρητά και τη δασκαλοπάθεια.
Μα με το διάβα του ο καιρός και τα γυρίσματά του
μ’ αφήνει έκθαμβη μπροστά στα αποφθέγματά του.
Γράφει σενάρια τολμηρά στη μέση του κυκλώνα,
σκαρώνει μπέρδεμα σωστό και να ’μαι στον αγώνα.
Με τ’ άγριο μάτι του κοιτά αν έπεσα ακόμα
να δικαιώσει το ρητό και να με κάνει λιώμα.
Και δε μου μένει πια παρά υποταγή κι ελπίδα
αφού γι’ ακόμα μια φορά την προκοπή μου δεν είδα.