Ζωές μισές στο κρύο,
σε βρώμικο τοπίο, μιλάνε στη βροχή.
Τη μέρα προσπερνάνε,
στη νύχτα δε χωράνε και ζουν μιαν εποχή.
Ο βίος τους χειμώνας
τον ζούνε κατά μόνας,
Θεέ και Κύριε
κόσμε μυστήριε.
Χαθήκανε στα χρόνια,
παρέα τους τριζόνια με ράγισμα φωνής.
Στα βλέμματα τους δύουν,
τη μοναξιά εκτίουν σε δρόμο αντοχής.
Ο βίος τους χειμώνας
τον ζούνε κατά μόνας,
Θεέ και Κύριε
κόσμε μυστήριε.
Σκιές που ζουν σε αργίες,
χωρίς επαγγελίες στου κόσμου τη σιωπή.
Σπαράζουν και το κρύβουν,
το κοίταγμα τους στύβουν σε ανύπαρκτη ντροπή.
Ο βίος τους χειμώνας
τον ζούνε κατά μόνας,
Θεέ και Κύριε
κόσμε μυστήριε.