Σάββατο βράδυ με διώξα- με διώξαν οι γονείς μου
'πό το σπίτι- `πό το σπίτι μας, καλέ μου
ψάλτη και ψάλτη και γραμματικέ μου
'πό το σπίτι μας κι από τ’ α- κι από τ’ αρχοντικό μας
φεύγω κλαι- φεύγω κλαίοντας, καλέ μου
ψάλτη και ψάλτη και γραμματικέ μου
φεύγω κλαίοντας στον κάμπο- στον κάμπο κατεβαίνω
σπίτι δε- σπίτι δε θωρώ
λεμονιά μου με τον ψιλόν ανθό
σπίτι δε θωρώ διεμο- διεμονή να μείνω
μον’ ένα- μον’ ένα δέντρο
δέξου με- δέξου με, δέντρο
δέξου με, δέντο, δέξου με- δέξου με, κυπαρίσσι
να τα κλώνια- να τα κλώνια μου, καλέ μου
βάλσαμε, βάλσαμε, πλατύφυλλέ μου
τα κλωνιά μου κρέμασε- κρέμασε τ’ άρματά σου
να κι η ρίζα- να κι η ρίζα μου, καλέ μου
βάλσαμε, βάλσαμε, πλατύφυλλέ μου
να κι η ρίζα μου και δέσε- και δέσε τ’ άλογό σου
να κι ο ίσκιος- να κι ο ίσκιος μου, καλε μου
ψάλτη και ψάλτη και γραμματικέ μου
να κι ο ίσκιος μου και πέσε- και πέσε αποκοιμήσου.