Πού πας καημένε Μέρμηγκα, καλέ μέρμηγκα,
βρε που πας, βρε που πας κατακαημένε,
με τ’ αλέ με τ’ αλέτρι φορτωμένε.
Μα εγώ έχω αμπέλια στη Βλαχιά, στη Βλαχοπουρναριά,
έχω αμπέ έχω αμπέλια να τρυγήσω
και να τα και να τα μουστοπατήσω.
Τα τρύγησα, τα πάτησα, καλέ τα πάτησα,
και γεμί και γεμίζω τρεις βαρέλλες,
σα τρεις ε σαν τρεις έμμορφες κοπέλλες.
Με ρόγιασεν η μάνα μου, καλή μανούλα μου,
σ’ αρχοντό σ’ αρχοντόπουλου τα χέρια,
σε σπαθιά σε σπαθιά και σε μαχαίρια.
Δώσ’ μου κυρά το ρήγι μου, καλέ το ρήγι μου,
δώσε μου, δώσε μου τη δουλεψή μου,
σε βαρέ σε βαρέθηκε η ψυχή μου.
Πού πας καημένε Μέρμηγκα, καλέ μέρμηγκα,
βρε που πάς βρε που πας και είσαι ιδρωμένος
με τ’ αλέ με τ’ αλέτρι φορτωμένος