Πώς μου πήρες τα μυαλά μου, Θεσαλονικιά
κι από συριανό λουκούμι είσαι πιο γλυκιά,
όταν βάζεις τα στολίδια μοιάζεις κόντισσα,
γι’ αυτό μου κρατάς και πόζα, παλιομόρτισσα.
Σ’ είχα πάρει κατά πόδι ένα βράδυ
και σε είδα να πηγαίνεις στο βαρκάρη,
κάθισες με κάτι μάγκες και γλεντούσες
έσπαγες τα ποτηράκια και μεθούσες.
Και στην τρίχα σου `παιζε το μπουζουκάκι,
πά’ στο νύχι χόρευες το ζεϊμπεκάκι
κι εγώ σε καμάρωνα με το φεγγάρι
άλλος από μένανε δε θα σε πάρει.
Πώς με έμπλεξες εμένα, αχ, εσύ, κακιά,
που `σαι νάζια κι όλο κόλπα, Θεσσαλονικιά,
σαν αρχίζεις να σουρώνεις, είσαι πιο γλυκιά,
γι’ αυτό θέλω να σε πάρω δίχως και προικιά.