Άσε με κυρ πόλισμαν λίγο αν αγαπάς,
έλα πια σταμάτησε και άλλο μη χτυπάς,
θα στα πω τα πράματα πώς έχουν καθαρά, αμάν, αμάν,
πώς τη τσάντα μάγκωσα πού είχε τον παρά.
Η κυρά ανοίγοντας τη πόρτα του ταξί,
κράταγε τη τσάντα της στο χέρι το δεξί,
τρέχω την διπλάρωσα και πριν καλά να μπει, αμάν, αμάν,
μ’ ένα κόλπο όμορφο τη κάνω βουτηχτή.
Στα ποδάρια το ’ βαλα σαν να `μουν μηχανή,
ο σοφέρ με μπάνισε και βάζει μια φωνή,
η ασφάλεια πλάκωσε παντού και με ζητά, αμάν, αμάν,
στη γωνιά με πέτυχε κι αμέσως με βουτά.
Μα εγώ κυρ πόλισμαν το ξέρεις σ’ αγαπώ,
βάλε βάση κι άκουσε δυο λόγια να σου πω,
βγάλε μου τα σίδερα με σφίγγουν και πονώ, αμάν, αμάν,
και μια χήνα βούτηξε με τρόπο στο στενό.
Άσε με κυρ πόλισμαν λίγο αν αγαπάς,
έλα πια σταμάτησε και άλλο μη χτυπάς,
θα στα πω τα πράματα πως έχουν καθαρά, αμάν, αμάν,
πώς τη τσάντα μάγκωσα πού είχε τον παρά.