Τριάντα και κάτι κι ακόμη περιμένω
Δεν ξέρω πια αν προλαβαίνω
Κουράστηκα πια.
Μες στο τρέξιμο πάλι, δε σηκώνω κεφάλι
Τρεις κι εξήντα κοστίζει
Κάθε ώρα που ζω.
Χαμένη γενιά, χωρίς αναμνήσεις
μόνο με παραισθήσεις,
όνειρα φοιτητικά.
Κι όταν ψάχνεις δουλειά, πέφτεις πάνω σε τρίτους
που γνωρίζουν τους πρώτους ∙
τους αρκεί μια χαρά.
Κι εσύ μαζεύεις χαρτιά και πιστεύεις σε τρίτους
μα δεν ξέρεις τους πρώτους
και σε περνούν στη σειρά
Χαμένη γενιά, λίγο πριν σφίξουν οι κώλοι…
Εκεί χαθήκαμε όλοι
Έγιν’ η ελπίδα σκλαβιά
Μια εκδρομή στο βουνό, θά'ταν μια κάποια λύσις.
Μα μην τολμήσεις
να το πεις πουθενά
Να φανείς δυνατός, έτσι σε θέλουν οι άλλοι
για να τους κάνεις πλάτες,
πριν πέσεις πάλι ξερός
Σε μια χαμένη γωνιά, χωρίς παραισθήσεις.
Λίγες μόνο αναμνήσεις.
Σιωπή και καπνός.
Πάω να πάρω τσιγάρα. Θα το σκεφτώ αν θα γυρίσω.
Ίσως και να νικήσω
Ίσως δε βγάζει πουθενά
Κι αν δεθώ στην πυρά, ίσως και να με προσέξουν,
ίσως να με χαϊδέψουν,
πριν καώ στη φωτιά
Με τα χείλη στεγνά, αυτά τα λόγια σου γράφω
και τα κλειδιά ακόμη ψάχνω
για πόρτα δίχως κλειδαριά
Χαμένη γενιά που δεν ανήκει σε κόμμα
μα τη ρίξαν σε κώμα
«τζάκια» και «τρωκτικά».
Σαρανταβγάλε κι ακόμη περιμένω…
Ίσως και να μην προλαβαίνω.
Κουράστηκα πια.