Με γέννησε η μάνα μου με πόνους και λαχτάρες,
πολέμαγε ο πατέρας μου σε χίλιες δυο δουλειές,
ο δάσκαλός μου μ’ έμαθε να ρίχνω τις εξάρες
και ένας φίλος κολλητός, κοπάνες και μπουνιές.
Μεγάλωνα, μεγάλωνα απ’ το κακό στο λάθος
κι η κοινωνία έλεγε, θα καταλήξω δράκος,
κι η κοινωνία έλεγε, θα καταλήξω δράκος.
Η γειτονιά μου μάθαινε του κόσμου τις συνήθειες;,
πιοτά, γυναίκες και χαρτιά και ματς τις Κυριακές,
οι φίλοι μου σπουδάσανε και πήρανε πτυχία
κι εγώ που τα παράτησα ήμουν για να με κλαις.
Μεγάλωνα, μεγάλωνα απ’ το κακό στο λάθος
κι οι συγγενείς μου λέγανε, θα καταντήσω ράκος,
κι οι συγγενείς μου λέγανε, θα καταντήσω ράκος.
Όμως, η Θεία Πρόνοια που όλα τα προσέχει
μου έστειλε έναν άγγελο κι εμένα να φυλά,
την πήρα με το ζόρικο, με πήρε με το άγιο
και το καλύτερο, έγινα, απ’ όλα τα παιδιά.
Μεγάλωσα, μεγάλωσα απ’ το κακό στο λάθος
κι όσοι με κατηγόραγαν, είπαν πως κάναν’ λάθος,
κι όσοι με κατηγόραγαν, είπαν πως κάναν’ λάθος.