Βρόμικοι τοίχοι γεμάτοι με συνθήματα
που έγραφαν οι ανάρχες κάθε βράδυ
Είσαι ελεύθερος όταν δεν έχεις τίποτα
και στου βυθού σου ταξιδεύεις το σκοτάδι
Έτσι μεγάλωσα στης πόλης τα ροκάδικα
με τους καπνούς και τα μπουκάλια τα σπασμένα
για να ξεχνάω τον νταλκά μου τα μεσάνυχτα
αναζητούσα την ελπίδα σ`ένα ψέμα.
Στο πουθενά οι αλήθειες σε πηγαίνουν
τα παραμύθια λένε ψέματα, γι`αυτό και δεν πεθαίνουν
Τα δάχτυλά μου μια κιθάρα εγρατζούναγαν
και ας μην ήξεραν καλά να την κουρδίζουν.
Σ`έναν καθρέφτη ιδρωμένο ετραγούδαγα
για το κορίτσι του ανατέλλοντος ηλίου.
Πολιτικάντηδες διαφέντευαν τη μοίρα μου
για τα σκουπίδια τους χωματερές ζητούσαν
ήμουν παρείσακτος γι`αυτούς και για την κλίκα τους
σαν παραμύθι που το τέλος του μισούσαν.
Στο πουθενά με αλήθειες μας πηγαίνουν
τα παραμύθια λένε ψέματα γι`αυτό και δεν πεθαίνουν.
Η φαντασία ταξιδεύει τον καθρέφτη μου
σε αγκαλιές παπουτσωμένων γάτων.
Θα δω εσένα που μπερδεύεσαι στη σκέψη μου
με την Αλίκη απ`τη χώρα των Θαυμάτων.