Ανέβηκεν ο ήλιος πιο ψηλά,
κι' απόρησεν η οικουμένη απ' το πολύ το φέγγος.
Φως, φως, φως στα γκρέμια.
Άρχισαν να τρέχουν στους δρόμους τα παιδιά,
άρχισαν να ράβουν γιορταστικά οι κοπελιές,
Κι οι ανήμποροι κι οι δουλευτές κι οι μάνες και τ' αδέρφια,
μάζωχναν την πλούσια σοδειά του τρυγητή.
Στα πατητήρια το κρασί έτρεχε γράφοντας,
ποτέ πια πόλεμο.
Στ' αλώνια το στάρι σκορπιζόταν στο αέρα γράφοντας
ποτέ πια πόλεμο.
Στις εκκλησιές οι ψάλτες ψέλνανε
στ’ όνομα του πατρός και του υιού
ποτέ πια πόλεμο.
Κι αυτούς που χάθηκαν μην τους κλαίτε,
δεν πρέπουν κλάματα στους ήρωες,
μόνε χοροί και πανηγύρια.
Χαμεν' αδέρφια,
άμποτες να νοιώθαμε όπως εσείς,
το θάνατο τόσο γλυκό,
άμποτες να φεύγαμε απ' τη ζωή όπως εσείς
βροντοφωνάζοντας
ειρήνη, ειρήνη, ειρήνη.