Μη φοβάσαι
αν περνάμε από δρόμους με παγίδες
κι αν στα όνειρα μάς βάζουν αλυσίδες
και μας κόβουν της ελπίδας τα φτερά.
Μη φοβάσαι
αν περνάμε από πέτρες συμπληγάδες
κι αν μας βλέπουνε οι άλλοι σαν φονιάδες
και δεν βρίσκουμε απάγκιο πουθενά.
Μη φοβάσαι, μην τρομάζεις, μη φοβάσαι,
θα τ’ αντέξουμε, θα δεις, να το θυμάσαι.
Και γι’ αυτό ποτέ δε θέλω να λυπάσαι,
μη φοβάσαι, μην τρομάζεις, μη φοβάσαι.
Μη φοβάσαι,
τι κι αν μοιάζουμε λαθραίοι επιβάτες,
μες στην ίδια μας την πόλη μετανάστες,
και γινόμαστε θαμώνες στον καημό.
Μη φοβάσαι
αν περνάμε από δίσεκτους χειμώνες
και οι δύσκολες στιγμές μοιάζουν αιώνες
και δεν έχουνε οι πίκρες τελειωμό.
Μη φοβάσαι, μην τρομάζεις, μη φοβάσαι,
θα τ’ αντέξουμε, θα δεις, να το θυμάσαι.
Και γι’ αυτό ποτέ δε θέλω να λυπάσαι,
μη φοβάσαι, μην τρομάζεις, μη φοβάσαι.