Όταν αργοπέφτει το σκοτάδι
στης Σεβίλλης τα στενά,
μέσα στην αρένα, η δική της σκέψη
έρχεται ξανά,
Ολέ, Ολέ, τορέρο, μόλις βάλω το σομπρέρο
νιώθω μέσα μου το αίμα μου να βράζει,
κι εμπρός σε κάποια γρίλια, με παράπονο στα χείλια,
τραγουδώ και η κιθάρα μου στενάζει.
Σάντα Μαρία, γυρίζω σαν τρελή όλα τα βράδια
μονάχη, κι η καρδιά μου είναι άδεια,
μπροστά σ’ ένα παράθυρο κλειστό,
Σάντα Μαρία, το γέλιο έχω χάσει απ’ τα χείλια,
πεθαίνω απ’ αγάπη κι από ζήλεια,
μπροστά σ’ ένα παράθυρο κλειστό.