Η Αρετή εντύθηκε
το φόρεμα της Βάγιας
κι ο βασιλιάς εξάπλωνε
παρέα με τη Βάγια.
Και φτάνοντας χαράματα
της κόβει μια πλεξούδα
και βγάζει από το δάχτυλο
τ’ όμορφο δαχτυλίδι.
Και την αυγή, χαρούμενος,
στην αγορά πηγαίνει
και με καμάρι, με φωνή,
το που 'κανε τους λέει.