Στο όνομα της νίκης που τα πάντα συγχωρεί
στο όνομα της φρίκης που βαθιά αδιαφορεί
καυχιέται πως ακούει των ανθρώπων τις φωνές
και βλέπει τις αλήθειες πια μπροστά του
να σωριάζονται γυμνές
Στο αίμα του κυλάνε οι κραυγές του συρφετού
αλήτες ψευδομάρτυρες με σακούλες εμετού
στρατοί και βαθμοφόροι τις τύχες του κρατούν
μάγισσες κι εωσφόροι
με τρελή φωτιά τα μάτια του τρυπούν
Φοβάμαι σαν τον βλέπω να γυρνά στα σκοτεινά
τα πύρινα του μάτια να κοιτούν στο πουθενά
ερπύστριες του τρόμου στ’ όνειρό μου αντηχούν
ιδρώτας παγωμένος στο μυαλό μου
κι οι σφυγμοί μου σταματούν
Στο άτρωτο τσιμέντο οι άνθρωποι γερνούν
μαθαίνουν να μην κλαίνε ακόμα κι αν πονούν
μπροστά από τη μάχη αδιάφοροι περνούν
κι όταν αυτοί τελειώσει δυνατά τους ζωντανούς χειροκροτούν
Κι εγώ φοβάμαι μήπως σπάσω
μήπως κοπώ και διαλυθώ
κοντά στο τέρμα όταν φτάσω
να δω μπροστά μου στον καθρέφτη έναν ψεύτη
και να ξέρω ότι είμαι εγώ