Απ' τον καιρό που έμπλεξα χανούμι μου με σένα,
μέρα και νύχτα βρίσκουμαι με μάτια δακρυσμένα.
Που έμπλεξα στα χέρια σου, φρεγάτα ζηλεμένη
και μέρα-νύχτα βρίσκουμαι με την καρδιά καμένη.
-Αχ! Γεια σου, Καρίπη!
Τα μάτια σου τα νόστιμα όταν τα χαμηλώνεις,
όλου του κόσμου τις καρδιές, χανούμι, θανατώνεις.
Και με αυτές τις τσαχπινιές πολλές καρδιές ραΐζεις,
όποιος με σενάνε μπλεχτεί, φαρμάκι τον ποτίζεις.
-Γεια σου, Ογδόντα!