Γύρεψες να μοιράσουμε τα παιδικά μου χρόνια,
τις άδειες μέρες της βροχής και του πικρού Σεπτέμβρη.
Λυπήθηκα τα μάτια σου που έσταζαν συμπόνια
κι είπα "καλό να σ’ εύρει".
Γύρεψες να μοιράσουμε το κρίθινο καρβέλι,
να πιεις απ’ το παγούρι μου που σέρνονταν στο χώμα.
Λυπήθηκα το στόμα σου που ήταν μια βούλα μέλι
και σου είπα "όχι ακόμα".
Γύρεψες να μοιράσουμε στα δυο το όνειρό μου,
μισές μισές να ’ναι οι χαρές, μισός μισός κι ο πόνος.
Και σκέφτηκα τα νιάτα σου στην ερημιά του δρόμου
κι έφυγα πάλι μόνος.