Κοίταξε πώς αλλάζουν όλα
οι γερανοί πάνω από τις γέφυρες
κοιτάζουν εμάς
και ‘μείς ψάχνουμε την έξοδο
μια πόρτα είναι για να βγεις
απ’ το σκοτάδι
εσύ δείχνεις ακόμα ωραίος
και εγώ πιο άσχημος, ευάλωτος
Έκανα τόσο δρόμο
και δεν ξέρω που πηγαίνω
οι λέξεις έρχονται από το χάος
για να φωτίσουν ένα διάλλειμα στη ζωή
κι ύστερα επιστρέφουμε
στην ίδια θέση που είμαστε
κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον
μας απόμεινε η σκέψη σαν επαγρύπνηση
ενώ έξω από τη τζαμαρία προς την πλευρά του δρόμου
θα υπάρχουν άλλα χίλια χρόνια
η μπάλα της ζωής
με μια αναπνοή θα μπορείς να πετάς
πάνω από τα κτίρια του κόσμου
Μελβούρνη, Αθήνα, Λονδίνο
σαν μικρός ιδρώτας στο μέτωπο σου
Ήταν ένα παιδί που τα είδε όλα
κι όμως δεν μπόρεσε να μιλήσει γι’ αυτά
Πάνω στο θολωμένο τζάμι γράφεις
ανεκτικότητα
εγωισμός
γενναιοψυχία
αγάπη
παρατηρητικότητα
έξω από τον κόσμο μου υπάρχει ο ίδιος κόσμος
το δέσιμο της γραβάτας
ανάμεσα στην ελευθερία και τον συμβιβασμό
η αλλοτρίωση του χαρακτήρα μου
από δυόροφο σε ουρανοξύστη
και η ενσωμάτωση
σε ένα πλατύ μηχανισμό