Βλέπω στο γυαλί ένα χαμόγελο σφιχτό
κι ένα δάχτυλο που όλο εμένα δείχνει,
δώσε μου την τύχη σου αν θεσ να δεις καλό
κι ό,τι πιάνουμε θα γίνεται χρυσό.
Κλείνω και κλειδώνω, πάω και πέφτω στο νερό,
όλη η θάλασσα χρυσάφι μαύρο
κι άλλοι προσκυνάνε έναν ταύρο για Θεό,
έναν ταύρο που 'χουν φτιάξει από χρυσό.
Τον Μίδα ακούω, τον βασιλιά,
να κλαίει για τα χρυσά του τα παιδιά,
του Μίδα τα δισέγγονα τον ξέχασαν.
Όλα σού γυαλίζουν, σε τραβάνε από μακριά,
ό,τι λάμπει τώρα είναι χρυσάφι,
μα όσο τα πλησιάζεις, όλα γίνονται φωτιά
κι έτσι καίγεσαι μαζί με τα ξερά.
Βλέπω στο γυαλί ένα χαμόγελο σφιχτό
κι ένα δάχτυλο που όλο εμένα δείχνει,
δώσε μου την τύχη σου αν θεσ να δεις καλό
κι ό,τι πιάνουμε θα γίνεται χρυσό.
Τον Μίδα ακούω, τον βασιλιά,
να κλαίει για τα χρυσά του τα παιδιά,
του Μίδα τα δισέγγονα τον ξέχασαν.