Κάτι πρωτόβγαλτα ως φαίνεται
στον κόσμο και τους νόμους του πουλάκια
κι εντούτοις ήδη κουρασμένα
γιατί δεν είναι τα φτερά
άπτωτη εύνοια και προνόμιο,
ρωτούν εμένα, ποιον, εμένα,
πού είν’ το πλησιέστερο κλαδί
για ν’ άκουμπήσουν.
Δεν είμαστε καλά. Αν ήξερα εγώ
πού είν’ το Πλησιέστερο
ότι έχει καί βαθμό συγκριτικό
το ανύπαρκτο Πλησίον,
θα `τρεχα να το πιάσω πρώτη εγώ,
όλο κι απαραχώρητο,
κι ας ψόφαγαν πουλάκια
δίκια και προτεραιότητες-
κλαδιά σπασμένα το αλληλέγγυο.
Ας πάνε τα πουλάκια
τη μεγάλη Πείρα να ρωτήσουν
ν’ άκούσουν 6, τι είπε καί σ’ έμένα
όταν ξεθεωμένη από κούραση άφτερη
τη ρώτησα πού είναι ν’ άκουμπήσω
το πλησιέστερο κλαδί.
Δεν είμαστε καλά είχε καγχάσει
ή μεγάλη Πείρα: αν ήξερα εγώ
πού είν’ το Πλησιέστερο
θα `τρεχα να το πιάσω πρώτη,
όλο κι απαραχώρητο,
κι ας ψόφαγες έσύ
γιατί το πλησιέστερο κλαδί
είναι ο θάνατός σου η ζωή μου.