Σ’ ένα ξωκλήσι μακρινό ένα θλιμμένο δειλινό
κάποια κοπέλα με το βλέμμα σκοτεινό
παρακαλεί γονατιστή μπρος την καντήλα τη σβηστή
κι έχει η εικόνα από το δάκρυ ποτιστεί
Γλυκιά Μαντόνα
άκου και μένα
φεύγει στα ξένα
εκείνος παντοτινά
Να τον προσμένω
δώσ’ μου κουράγιο
και στο μουράγιο
φέρ’ τον Μαντόνα ξανά
Κι αυτός μακριά στην ξενητιά με καρφωμένη τη ματιά
πέρα απ’ τη θάλασσα π’ ανοίγεται πλατιά
περνώντας τους ωκεανούς κοντά σε κείνη πλέει ο νους
και λέει κοιτώντας τους; γαλάζιους ουρανούς
Γλυκιά Μαντόνα
άκου και μένα
που `μαι τα ξένα
και η ψυχή μου πονά
Θέλω ν’ αγγίξω
να μην λυγίσω
και να γυρίσω
στην αγκαλιά της ξανά
Πέρασαν δύσκολοι καιροί και κάποια μέρα τυχερή
μπρος την εικόνα καίει ολόλευκο κερί
Γύρισ’ αυτός με το καλό ξαναγελάμε στον γιαλό
και λεν οι δυο τους με το βλέμμα τους θολό
Γλυκιά Μαντόνα
αγαπημένη
ευτυχισμένοι
στέκουμε οι δυο μας ξανά
Σ’ ευχαριστούμε
και σου ζητούμε
μαζί να ζούμε
Μαντόνα παντοτινά