Απαγορεύω στην καρδιά να σε σκεφτεί
και όπως παλιά με το όνομα σου να αρρωσταίνει.
Την πόρτα άλλο δε θα αφήσω ανοιχτή
να μπαίνεις μια στιγμή και ύστερα δυο ξένοι.
Ποιος σου είπε απορώ πως θα αντέξω για καιρό
τη ζωή μου στη ζωή σου να στριμώχνω.
Έτσι είμαι από παιδί ότι με ταλαιπωρεί
όσο κι αν πονέσω πάντοτε το διώχνω.
Σου απαγορεύω να ρωτάς
φίλο μας κοινό όταν συναντάς
τι κάνω που πηγαίνω κι αν ζω ή αν πεθαίνω
Γιατί φοβάμαι μη σου πει
πως είναι σπίτι η ψυχή από σένα γκρεμισμένο,
εγκαταλελειμμένο.
Σου απαγορεύω να ρωτάς
και από τύψεις θέλω να πονάς.
Απαγορεύω στην καρδιά να περπατά
στο ναρκοπέδιο που μες στα μάτια κρύβεις.
Έχω σκοτώσει τόσα βράδια αρκετά
μα εσύ μου έμαθες να έρθεις για να φύγεις.
Ποιος σου είπε απορώ πως θα αντέξω για καιρό
τη ζωή μου στη ζωή σου να στριμώχνω.
Έτσι είμαι από παιδί ότι με ταλαιπωρεί
όσο κι αν πονέσω πάντοτε το διώχνω.
Σου απαγορεύω να ρωτάς
φίλο μας κοινό όταν συναντάς
τι κάνω που πηγαίνω κι αν ζω ή αν πεθαίνω
Γιατί φοβάμαι μη σου πει
πως είναι σπίτι η ψυχή από σένα γκρεμισμένο,
εγκαταλελειμμένο.
Σου απαγορεύω να ρωτάς
και από τύψεις θέλω να πονάς.