Λάμπει το φως στα απλωμένα μεσημέρια
στων παιδιών τις χαρές
στις κρυφές τις στιγμές των εφήβων
Λάμπει το φως μεσ’ τα πρωινά τα χάδια
στις καρδιές που χτυπάν δυνατά
σαν κρουστά σε γιορτή
Κατρακυλώ στο λευκό το λαιμό
μιας κοπέλας που κοιτώ στο μετρό
Ξαναζώ μια γλυκιά αυταπάτη
Ζωντανεύω απ το χθες χείλη νεκρά
και φεγγάρια που λάμπουν ψηλά
να φωτίζουν το χθες
σε μια θάλασσα που αλλάζει μορφές
Και διπλώνει σαν χαρτί
να χωράει στις καρδιές μας
Άνθρωποι μόνοι διασχίζουν
τους δρόμους στην πόλη
Και το σκάνε κρυφά
ανεβαίνοντας στου αιθέρα τη σκάλα
για να ακούσουνε τον ήλιο
που μιλά μια αδιάκοπη γλώσσα
Με το φως του παιδιού στη φωνή
και την έναστρη πνοή του