Πάλι εχτές τα δυο σου μάτια τα καημένα κλάψανε,
και για μένα την καρδιά σου φως μου σου την κάψανε.
Σε μαλλώνει η μαμά σου η κακιά, όπου βρεθείς
κι ο τσιγγούνης ο μπαμπάς σου, θέλει να με αρνηθείς.
Γιατί μου `παν θα μου δώσουν σπίτι στο Λυκαβητό,
και χιλιάρικα πενήντα όταν θα σε παντρευτώ.
Τώρα φαίνεται τη γνώμη που `χαν, την αλλάξανε,
θέλουνε να μου τα φάνε, όσα κι αν μου τάξανε.
Μα κι εγώ θ’ αποφασίσω με σκοτάδι μια βραδιά,
να `ρθω φως μου να σε κλέψω, να τους κάψω την καρδιά.
Τότε όμορφη μικρή μου θα το μετανιώσουνε,
κι όσα έχουνε κρυμμένα, όλα θα τα δώσουνε.