Με ένα πώς κι ένα γιατί αγκαλιά,
μέσα στα μάτια μου άγριες δίνες.
Σε βρήκα στο λιμάνι να κοιτάς τα πουλιά
ν’ αλλάζουν μπρος στα μάτια σου οι μήνες.
Αν μίλησα στ’ αλήθεια δε θυμάμαι,
ή αν σε άγγιξα στον ώμο να γυρίσεις.
«Άκουσε», μου είπες, «εδώ θα `μαι
όταν θα γυρεύεις απαντήσεις».
Μια ζωή πρέπει και `συ να διαλέξεις,
πάνω στη σκηνή κάποιο ρόλο να παίξεις:
Μια φλυαρία… Μια βουβή ταινία…
Μια βόλτα με βροχή σε μια άδεια παραλία…
Κρατώντας το παλτό μου σφιχτά,
από μακριά ακούγονταν σειρήνες.
Σε βρήκα στο λιμάνι να κοιτάς νοσταλγικά
των σκουριασμένων καραβιών στεγνές καρίνες.
Και τα μαλλιά σου ήταν άσπρα
απ’ το κύμα, το χρόνο και τ’ άστρα.