Φεύγεις στην ανατολή για να’ βρεις την αλήθεια
Στη δύση πάλι γύρναγες για την σιγουριά
Και εκεί που τέλος έμεινες και έγινε συνήθεια
ήτανε ο τόπος της κακογουστιάς.
Γυναίκες σαν τις μέδουσες, μαστόρισες στα χάδια
πάνω από το πτώμα μου, δίχως να γνωρίζουν
χαίρονταν τον έρωτα σε μολυσμένο χώμα
κάθε σπόρος που έπεφτε καιγότανε μετά.
Να ζεις με τα ενθύμια αμφίβολης αξίας
Με τόσα χρόνια κάτεργο και άλλα τόσα νύχτα
Τίποτα χειρότερο για μια φτωχή πατρίδα
που πούλαγε τα όνειρα σε άχρηστο μονάρχη.