Ο τόπος έχει αλλάξει και δεν είναι πια,
δεν είναι πια πρωί, βορράς να φεύγουν,
όσοι μονάχα εμποδισμένοι και νυχτερινοί.
Δεν είναι πια βορράς να φεύγουν.
Δάσος κλειδώνεται, παγίδα σκοτεινή,
τι σκοτεινό ανατρίχιασμα, στους λάκκους,
σημάδια που άλλοτε, μικρός περιηγητής,
τι σκοτεινό ανατρίχιασμα στους λάκκους.
Δαμάσκο ξέφτι, αργυρή κλωστή,
παρέκει θρόισμα τελειώνει τα ακριβά του ρούχα.
Και σαν τροχιά λαμπρού φονιά, τυφλώνοντας,
πίσω απ’ τα δέντρα ολοένα βασιλεύει, ο ίσκιος που
ζυγίστηκε ψηλά, φεγγάρι σκίζοντας τρελά,
τρελό φεγγάρι.