Περπάτησες μες στα στενά να λες πως κάποιος ήσουν
αθέατος, α - θεατής των πάντων και κριτής.
Μονολογούσες για έρωτες που πια δε σου ανήκουν
και δάκρυζες στα πρόσωπα που έβρισκες στοργή.
Τσαλάκωνες τα πάθη σου σα να `τανε σελίδες
και τα’ κρυβες στις τσέπες σου μαζί με τα ψιλά,
τα ξόδεύες σε άδεια κορμιά και σε κρυφές παρτίδες,
μα τζόγαρες το όνειρο και πια δε σου γυρνά.