Mια γκαστρω μια γκαστρωμένη θέριζε,
μια γκαστρωμένη θέριζε σ’ ένα κοντό σιτάρι,
κι εκεί που, κι εκεί που το δεμάτιαζε,
κι εκεί που το δεμάτιαζε χρυσός αϊτός της πέφτει.
Bάζει τον στην ποδίτσα ντης και πάει να το ’ξορίσει.1
Μια πέρδικα της απαντά, μια πέρδικα της λέει.
Mαρή σκύλα, μαρή άπονη, μαρή δαιμονισμένη,
εγώ ’χω δεκαοχτώ παιδιά και πολεμώ ν’ τα τα θρέψω,
κι εσύ έχεις το χρυσό αϊτό και πας να το ’ξορίσεις.