(αφήγηση)
Εκείνη λοιπόν τη χρονιά, κανά – δυο μήνες πριν ανέβουν στον απάνω κόσμο καθήσανε και το σκεφτήκανε, ώριμα. Βλέπεις, είχαν βαρεθεί πια τόσους αιώνες τα ίδια και τα ίδια. Συζητούσανε μέρες. Συζητούσανε και άκρη δε βγάζανε... μέχρι που σηκώθηκε ένας μικρός καλικάντζαρος και είπε:
«Εγώ λέω να τους βάλουμε αυτούς να κάνουνε τις βλακείες κι εμείς να τους βλέπουμε και να..., και να γελάμε! Ποιούς όμως να βρούμε και να πειράξουμε;»
Μωρέ δεν κουράστηκαν καθόλου. Τους βρήκαν όλους μαζεμένους στην Αγέλαστη Πολιτεία.
Την παραμόνη λοιπόν των Χριστουγέννων, πέταξαν τα πριόνια, καβάλησαν τις άσπρες χήνες τους και ξεκίνησαν για τον απάνω κόσμο... Νύχτα... Η πράσινη κοιλάδα κάτασπρη απ’ το χιόνι, κάτασπρη και η Αγέλαστη Πολιτεία. Σε μια πλαγιά, σ’ ένα ξέφωτο του δάσους έκαιγε μεγάλη φωτιά... Πάνω στη φωτιά ένα μαύρο στρογγυλό τσουκάλι! Και μέσα στο τσουκάλι έβραζε σιγά – σιγά... το μαγικό βοτάνι. Οι καλικάντζαροι κάτι ετοίμαζαν, πήγαιναν – ερχόντουσαν πήγαιναν – ερχόντουσαν, καθαρίζανε, φέρνανε κλαδιά, κάνανε περίεργες κινήσεις και τραγουδούσαν νωχελικά...