Καλοσωρίζεις πια τον θάνατο στη μέρα σου,
κλείνεις τα μάτια κι αντικρίζεις το σκοτάδι.
Καμία λύση πια δεν δίνει η φαντασία σου,
μία διέξοδο απ’το βαθύ πηγάδι.
Χωρίς να βλέπεις την ελπίδα μες στα μάτια σου
σε πλυμμυρίζει το αιώνιο άγγιγμά μου.
Κακογουστιά και θάνατος στο προσκεφάλι σου
κι οι επιδιώξεις ξεπερνούν η μια την άλλη.
Είναι ο χώρος που νιώθεις να `σαι άβολα,
δεν σου έχει μείνει τίποτα για την ελπίδα.
Συγχωρεμένοι επαναστάτες δίχως όραση
θέλουν να δουν τυφλοί στην καταιγίδα.
Καθώς σκιές περνούν από το μυαλό σου
δεν σου `μεινε καιρός να δεις το άγγιγμά σου.
Στο μέρος που έφερες νωρίς για να σκοτώσεις
τελειώνεις έτσι εύκολα απλά τον εαυτό σου.
Καλοσωρίζεις πια τον θάνατο στη μέρα σου,
κλείνεις τα μάτια κι αντικρίζεις το σκοτάδι.
Καμία λύση πια δεν δίνει η φαντασία σου,
μία διέξοδο απ’το βαθύ πηγάδι.