Ανοίγεις τα μάτια και σηκώνεσαι αργά,
είναι νωρίς ήσυχη η γειτονιά.
Ψάχνεις να βρεις να ακουμπήσεις το κορμί σου
μα πάλι είσαι μόνος και η μέρα είναι δική σου.
Σηκώνεσαι και είσαι ακόμα ζωντανός,
ο εφιάλτης δεν ήταν αρκετός.
Σιγοτραγουδάς και σέρνεσαι μόνος
τέσσερεις τοίχοι, ατέλειωτος ο πόνος.
Έξω στη μέρα βασιλεύει ο ήλιος
και περιμένεις μήπως έρθει κάνας φίλος.
Ένα τηλέφωνο μια κίνηση μικρή
μα πάντα ίδια ξημερώνει η αυγή.
Σκύβεις το κεφάλι και γονατίζεις,
στον απόηχο της μέρας μονάχος στριγγλίζεις.
Πες μου που είναι η ζωή και η αλήθεια;
Εδώ και η μοναξιά κατάντησε συνήθεια.
Θέλω να φύγω να πετάξω μακρυά.
Ξέρω καλά πως μου έχουν κόψει τα φτερά.
Θέλω να ξέρω τι θα γίνει και γιατί,
γιατί κοντεύει η τελευταία μου αυγή.