Στου πόθου τα σκεπάσματα, νύχτα μ’ αστραποβρόντι
έταξα στην αγάπη μου του Δράκοντα τ’ αδόντι
Και η καρδιά μου ελύσσαξε να δει και να γνωρίσει
πού `ναι του Δράκου η φωλιά και του Θεριού η βρύση
Ένας τρελός μου φώναξε, σ’ έρημο μονοπάτι
πως τη δρακογενιά θα βρω στου Άδη το παλάτι
Κι ο δρόμος ο τρισκότεινος είναι καλά κρυμμένος
τον ξέρει ο γέρος του βουνού, ο χαροξεχασμένος
Παίρνω τση μάνας μου ευχή, κι απ’ την ακλή μου δάκρυ
και φεύγω να `βρω το θεριό στων σκοταδιών την άκρη
Έφτασα εκεί που δεν μπορεί ανθρώπου νους να φτάξει
να βρω τον γέρο του βουνού, για να του πάρω πράξη
Έλα μού λέει μια φωνή κι έτρεξα προς το μέρος
να δω αν είν’ ανθρώπινος στην όψη του ο γέρος
Ο αντίλαλος μ’ οδήγησε σ’ ενός γκρεμού τη σκίζα
κι εκεί πηγή ήταν της φωνής ενός φυτού η ρίζα
Είσαι άνθρωπος του φώναξα ή μια φωνή που τρέμει
ή όνειρο μικρού παιδιού, που το `ψησεν η θέρμη
Κι αντί ν’ ακούσω τη φωνή απάντηση να λέει
νιώθω τη γεύση του φυτού, στη γλώσσα μου να πλέει
Και πριν να πω του γέροντα, την αρμηνειά σου δώσ’ μου
βρέθηκα σ’ ερημόσπιτο στο ξέτελος του κόσμου
Μπαίνω σε άδειες κάμαρες, ποιας μάγισσας χατίρι
του κόσμου αλλάζει πρόσωπο σε κάθε παραθύρι
Ανοίγω πόρτες και γυρνώ στο σπίτι της ερήμου
Σε κάποια κοντοστάθηκα, σαν να `ταν η δική μου
Και με μιαν άλλην αίσθηση, αιώνες κοιμισμένη
ένοιωσα πως στην κάμαρη κάποιος με περιμένει
Μπήκα και κάπου κάθισα, κατάκοπος του δρόμου
και κοίταξα και ήτανε το νεκροκρέβατό μου
Κι ανάδια, θρόνος ξύλινος, στο χρώμα του χωμάτου
κι αριστερά και πιο ψηλά, ο ήλιος του θανάτου
Κι από τον ήλιο κρέμονταν γυάλινη φυσαλίδα
που μέσα μ’ όψη νεκρική τον εαυτό μου είδα
Και τ’ άδειου θρόνου συντροφιά, απ’ τη μεριά την άλλη
μορφή που μου `μοιασε πολύ με λιόπαρδου κεφάλι
Ψαχούλεψα ως μου φάνηκε το άνυδρό μου σώμα
σκληρό σαν λέπι το `νοιωσα και φθινοπώρου χώμα
Γύρισα το κεφάλι μου προς το παράθυρό μου
και γέμισαν τα μάτια μου με τη μορφή του τρόμου
Στην απεναντινή κορφή, του Δράκοντα η ράχη
και η βραχομουσούδα του ρουμπίνια μάτια να `χει
Κι απά στο κωλοράδι του, σπυρί το ερημοκλήσι
κούφια ελπίδα, της οργής την ώρα να ξορκίσει
Ποτάμιζαν τα λέπια του χωριά, ελιές κι αμπέλια
κι ακούγονταν μόνο πουλιά και των παιδιών τα γέλια
Κι ο κόσμος εκυμάτιζε με την αναπνοή του
σα να `τανε μωρού παιδιού ο ύπνος, η ζωή του
Και τ’ όνειρο σαν το νερό απ’ του μυαλού τις βρύσες
ξέφευγε και σχημάτιζε τον κόσμο στις αισθήσεις
Μύριες αρίθμητες γενιές, ισόχρονες του κόσμου
και μύρια αγέννητα παιδιά περάσαν από μπρος μου
Κι είδα τον άνθρωπο γυμνό, σε δέντρο σαν μαϊμούδι
κι ύστερα ν’ αντρειεύεται πάνω στης γης το φλούδι
Να γδέρνει και να πολεμά τα χώματα τα χέρσα
μέχρι στου δράκου την κοιλιά να καταλήξει μέσα
Να δώσει πίσω του θεριού το χρωστικό που πρέπει
να φτιάξει για τη σάρκα του ένα καινούργιο λέπι
Κι ένοιωσα πως δεν ημπορώ τση μοίρας να μακρύνω
και δρακολέπι μιαν αυγή είναι γραφτό να γίνω
Κλαίγοντας θάφτω στης καρδιάς τη ματωμένη βρύση
προγόνους, φίλους και παιδιά, κι ότι έχω αγαπήσει
Δώσε μου Γέρο απόκριση και την ψυχή μου σώσε
είναι το έχει σου η ζωή, ή μήπως πάρε δώσε
Τότε σκοτάδι απλώθηκε και γίνηκε η πλάση
μαύρο φαρί, κατάμαυρο, έτοιμο ν’ αφηνιάσει
Κι απ’ τα κατάβαθα τση γης ο δράκοντας σαλεύει
και με σαΐτες πύρινες την πέτσα του τοξεύει
Ανοίγει η γης κι οι ποταμοί τις όσχθες αψηφούνε
φουσκώνουνε οι θάλασσες και τα βουνά χτυπούνε
Χώρες, χωριά γκρεμίζονται, κουνιούνται τα θεμέλια
από το κλάμα των παιδιών και των τρελών τα γέλια
Ο ουρανός λυσσομανά, πετά αστροπελέκια
που τρων ανθρώπων χτίσματα και καταλούν τα πρέκια
Στον ουρανό πηδούν φωτιές, τα δάση λαμπαδιάζουν
και οι φωνές των αγριμιών τον άνεμο σπαράζουν
Τα κορφοβούνια σκίζουνται, πέφτουνε στα πελάγη
και τα χαράκια κουτουλούν σαν αγκρισμένοι τράγοι
Κι η γης κουβάρι γίνηκε και αστραποβολίδα
και μες στο σύμπαν χάνονταν σαν φωτεινή κουκίδα
Μ’ άλλες κουκίδες φωτεινές σαν τα φλογάτα άτια
λες κι έσπασε Θεού καρδιά σε χίλια δυο κομμάτια
Κι όπως εξεμακραίνανε των αστεριών τα πλήθη
έμεινα μόνος και ψυχρός στου απέραντου τη λήθη
Και με του Δράκου τη φωνή και του Θεού τα στήθια
εμάζωξα τη δύναμη κι εφώναξα βοήθεια
Έλα ακούω τη φωνή, να με προστάζει πάλι
και βγήκα από το όνειρο κι από την παραζάλη
Ο κόσμος ξετινάχτηκε κι ήρθε στα σύγκαλά του
κι ο ήχος ο απόκοσμος με τράβηξε κοντά του
Και βλέπω κύκλους γερακιών, τι να `ναι το ψοφίμι
Θεέ μου μην είναι της καρδιάς τ’ ανήμερο τ’ αγρίμι
Κοιτάζω γύρω, ερημιά, πια δεν ακούγεται άχνα
και κάτω η δρακοπροβιά και του Θεού τα σπλάχνα
Τότε μού κράζει η φωνή το μυστικό θα μάθει
μόνο αυτός που πάτησε της κόλασης τα βάθη
Όφις, Θεός και άνθρωπος πολύ σε τούτο μοιάζουν
και μια του κύκλου εποχή πουκάμισο αλλάζουν
Σ’ αυτό τον κόσμο γίνεσαι ότι έχεις αγαπήσει
και παίρνεις προίκα σου στερνή αυτά που `χεις χαρίσει
Γιατρό με λένε και σκληρό, σοφό ή μπαγαπόντη
μα άκουσε, συ είσ’ ο Θεός κι εσύ το Δρακοδόντι
Και η φωνή σαν σύννεφο στον ουρανό εχάθη
ή την εκάλεσε η γη στα άπατά της βάθη
Γδέρνω το δέρμα μου με μιας και βγάζω την καρδιά μου
και την πετώ όσο γίνεται πολύ πιο μακριά μου
Φορώ του Δράκου την προβιά και το Θεό εντός μου
χάρισμα στην αγάπη μου θα `ναι ο Εαυτός μου
Στου πόθου τα σκεπάσματα, νύχτα μ’ αστραποβρόντι
έταξα στην αγάπη μου του Δράκοντα τ’ αδόντι