Νύχτα Γενάρη μαθητικά
πόλη που καίγεται λουλούδι π’ ανθίζει
μάτια που χαίρονται ανταύγειες του χάους
σκιάχτρα σκιαγμένα τυράννων υπάλληλοι
Στο χαλασμό ο Νίκος με βρίσκει
με τραβάει απ’ το χέρι βόλτα να πάμε
στην Κάνιγγος λέει ο μπάτσοι συντονίζονται
να δούμε πρώτα και μετά να τα "χώσουμε"
Βραχνή η φωνή βραχνή και η βόλτα
στην πλατεία μας στρίμωξαν στα χέρια μας κόζαραν
μας πέταξαν κούτσουρα σε καπνισμένους ματάδες
χτυπάγαν γελώντας οι παρακρατικοί
Σφίξε το χέρι μου ματωμένος μη γελάς
το πείσμα δεν τσακίζεται μα σε χτυπήσανε πολύ
Ο χρόνος κύλησε χωρίς περιστροφές
τον Νίκο διέκρινες μέσα στους αρνητές
δεκαεννιάχρονα κείμενα και φωνές
φιγούρα που διαγράφονταν από τις φωτιές
Μπροστά του βγήκε ραντεβού με τον στρατό
κλαγγή γνωστή ταπείνωσης κάλεσμα
νωρίς για το Νίκο συνείδησης παίδεμα
ρημάδα απόφαση γι’ ανάπηρους δρόμους
Ολόκληρους μήνες έξη φαγώθηκε
η βραχνή του σάλπιγγα σαρακώθηκε
είπε θα πάω κι ας πάει στο διάολο
παράταιρη πίστη στο μέλλον που ράγιζε
Σφίξε το χέρι μου καθώς βαραίνει ο ουρανός
ο κίνδυνος σαρκώνεται όταν εμείς κοιτάμε αλλού
Βουβή συναίνεση μπροστά στο χαρτί
Κιλκίς ορίστηκε η δύσκολη στιγμή
οι γονείς γελούσαν ξεχρέωναν νωρίς, όμως
στην "καθώς πρέπει" μοίρα ο εφιάλτης κυριαρχεί
Η απόφαση έπεισε όλους τους άλλους
μα ο Νίκος δε χωρούσε πια πουθενά
στο ξενοδοχείο αφήνει τα πράγματα
κι η βόλτα στην πόλη χακί μέγγενη
Το ξημέρωμα φέρνει βιασμό ανελέητο
η κουστωδία δημίων έχει παραταχθεί
μα ο Νίκος πυρακτωμένος στο δικό του οδόφραγμα
απ’ το δώμα γελάει κι απογειώνεται
Σφίξε το χέρι μου ματωμένος μη γελάς
Σε κανένα δε χαρίστηκες κι αμήχανους μας χαιρετάς