Σάββατο βράδυ στο σταθμό
τις κρύες ράγες να κοιτάζω,
σφιχτά κουμπώνω το παλτό
και μ' έναν ξένο κουβεντιάζω.
Μες στου χειμώνα την καρδιά
εδώ ξανά σε περιμένω,
έρημοι δρόμοι, παγωνιά
κι ακόμα να φανεί το τρένο.
Δε θέλω τέλος, ούτ' αρχή,
ούτε φωτιά στο γυρισμό σου.
Μια ηλιαχτίδα μου αρκεί
και το χαμόγελό σου.
Δίνω τσιγάρο στο βοριά
και μ’ ένα αχ του το ανάβω,
σηκώνει σύννεφα βαριά
η νύχτα στης ψυχής τον κάβο.
Σκοτάδι γύρω και σιωπή
κι εγώ μονάχος απομένω,
φτιάχνει ποτάμια η βροχή
κι ακόμα να φανεί το τρένο.
Δε θέλω τέλος, ούτ' αρχή,
ούτε φωτιά στο γυρισμό σου.
Μια ηλιαχτίδα μου αρκεί
και το χαμόγελό σου.