Βγαίνει τα βράδια ο καιρός
κλέβει το φως γυμνός, και μόνος πάει
σαν ακροβάτης και θεός
σ’ άδειες ακτές το κύμα σπάει
βγάζει καράβια στη στεριά
με τη σκουριά περνά αλήθειες
στο τέρμα της διαδρομής
στις στάχτες σου γελά με σπίθες
Της λησμονιάς τα υλικά είναι άνθη γυρτά
σε αυθαίρετα χρόνια
κι είναι απ’ όλα τα πιο ταπεινά σκουριασμένα κλειδιά
σ’ εκδρομή με κουπόνια
Φωταγωγεί την ερημιά της ψυχής τη ζημιά
και σπαράζει φεγγάρια
κι όσα θέλει τα λέει αλλιώς κάνει στάμπα στο φως
με δυο κάλπικα ζάρια
Πόσο μ’ αρέσει να κοιτώ - το πρόσωπό του στον καθρέφτη -
εγώ να τον παρεξηγώ - και εκείνος να με λέει κλέφτη -
στις διαβάσεις ξενυχτά - σήμα του έρωτα προσμένει -
τις Κυριακές με προσπερνά - σαν μετανάστης σε βιτρίνες
δίχως πατρίδα και χαρτιά τη μοναξιά μετρά με μήνες -
με το χαμόγελο ληστή όλους τους νόμους παραβαίνει