Εσύ που πίνεις και μεθάς
εσύ τα βράδια ξενυχτάς,
εσύ που τόσο αγαπάς
για πες μου για σένα ποιος πονά.
Αυτή δεν σ’ ένιωσε ποτέ
αυτή γελάει όταν κλαις,
αυτή σου άνοιξε πληγές
για πες μου αν αξίζεις για να κλαις.
Διώχ’ τηνε πανάθεμα τη, διώχ’ τηνε,
διώχ’ τηνε να ησυχάσεις, διώχ’ τηνε.
Διώχ’ τηνε πανάθεμα τη, διώχ’ τηνε,
υπάρχουνε καρδιές που θα σε νιώσουνε.
Εσύ τους φίλους σου ξεχνάς
εσύ δεν ξέρεις τι ζητάς,
εσύ για έρωτα μιλάς
τον κόσμο το δικό σου τον ξεχνάς.
Αυτή δεν σ’ ένιωσε ποτέ
αυτή γελάει όταν κλαις,
αυτή σου άνοιξε πληγές
για πες μου αν αξίζεις για να κλαις.
Διώχ’ τηνε πανάθεμα τη, διώχ’ τηνε,
διώχ’ τηνε να ησυχάσεις, διώχ’ τηνε.
Διώχ’ τηνε πανάθεμα τη, διώχ’ τηνε,
υπάρχουνε καρδιές που θα σε νιώσουνε.