Φίλε, λυπάμαι για αυτά που κουβαλάς στη πλάτη,
νιώθω οργή που η τύχη δε σου `κλεισε το μάτι
να ζηλεύεις την χαρά που πίνουνε οι άλλοι
να γελάς σιωπηλά με σκυφτό το κεφάλι.
Σ’ έχει πνίξει το δάκρυ, σου `χει λείψει το φως.
Τι κι αν σφίγγεις τα χέρια, σε έχει ξεχάσει κι ο Θεός.
Σε έχουν σκεπάσει με χώμα προσπαθείς να κρυφτείς,
μα είσαι μόνος, στη φωτιά θα καείς.
H μάτια σου ένα βέλος που γλιστράει από το τόξo,
δε θα πέσεις στη λάσπη, εγώ θα σε σπρώξω
να πληγωθείς από τις ανάσες που `ναι κρυμμένες,
τότε θυμήσου πως οι ευχές δεν πήγαν χαμένες
σ’ ένα κόσμο πλασμένο στο μυαλό σου
και να σκεφτείς κανέναν δεν πήρες στο λαιμό σου.
Aπλά τους άφηνες όλους να το γιορτάζουν
και μες τα μάτια με ειρωνεία να σε κοιτάζουν.
Φόρτωσε ελπίδες και φωνές μέσα στη τσάντα
πάρ’ τη στον ωμό και φύγε ταξίδι για πάντα
μήπως γλιτώσεις και σε πάρει ο ουρανός
μα όταν θα ‘ρθει θα μοιάζει ψεύτης κι αυτός.
Θα νιώθεις τυχερός, όταν θα κλαις
για ό,τι γίνει, τουλάχιστον, εσύ δε θα φταις.
Ένα ταξίδι στο σκοτάδι να βρεις τη ψυχή σου
να τη σφίξεις στα χέρια, να την πάρεις μαζί σου,
να την ρωτήσεις αν άξιζε να φύγεις μακριά
από αυτούς που σου πλήγωναν καιρό την καρδιά
που τους άφηνες να παίζουν τη σκηνή σου
και τους δάνειζες για γέλιο τη φωνή σου.
Τότε αυτοί ζούσαν καλά κι όλα ωραία
και συ κοιμόσουν με τη πικρά για παρέα.
Ποτέ δεν ρώτησαν στο πανηγύρι αν γιορτάζεις,
γιατί στη πέτρα το σταυρό εσύ χαράζεις.
Αν στο όνειρο σου το δικό σου αστέρι λάμπει
ή μήπως έσβησε, γιατί έφυγε το χάδι.
Ίσως για αυτό να ψάχνεις τη σκιά σου
μπορεί σ’ αυτή να έμεινε λιγάκι απ’ τη χαρά σου.
Τότε θα έρθει η ώρα που θα χαθείς
και δε θα φταις, αφού δε θα έχεις ίχνος ντροπής.
Άντε ρε φίλε, θα μείνω εδώ να περιμένω,
γύρω απ’ τις τύψεις σου εγώ θα γυροφέρνω.
Θα υπάρχω εγώ να ελπίζω στο φεγγάρι
δε θα αφήσω κανέναν το όνειρο σου να πάρει.
Θα το φυλάξω καλά κι όταν γυρίσεις
με ελπίδα και χαρά ξανά να το γεμίσεις.
Ο χρόνος θα έχει γιατρέψει της πληγές
κι από όλα αυτά κρατά ό,τι θες.
Παλιές συμβουλές δε θα θυμάσαι,
θα χαίρεσαι που έφυγες, δε θα λυπάσαι
και θα χαθείς στο παραμύθι της χαράς.
Θα νιώθεις καλά ένας μάγκας βασιλιάς
και θα έχεις στέμμα στο κεφάλι ένα φως,
μπροστά στα ποδιά σου θα πέφτει ο λαός,
μες στην ελπίδα και στην πίκρα να καούν
άσ’ τους καλύτερα, θα το σκεφτούν.