Κοίταξε με που 'ρχομαι πίσω από τη μπόρα,
δύσκολος ο δρόμος, άστατος καιρός,
κουβαλάω στην πλάτη μου, της ζωής τα δώρα,
μην παραξενεύεσαι, είναι ο Σταυρός.
Πέρασα ξυπόλυτος πάνω από τα ερείπια
σκόνταψα κι έπεσα μέσα στους καπνούς
άπλωσα τα χέρια μου, φώναξα βοήθεια,
μα καμιά απάντηση, μάνα δεν μ ακούς.
Με τα μάτια μου θολά, στεγνωμένα χείλη
σήκωσα το ανάστημα, είπα προχωρώ.
Ήρθαν και με αβάνταραν δυο παλιοί μου φίλοι
φίλοι που μου δώσανε ξύδι για νερό
Μπουσουλώντας σύρθηκα για να μην με ξαναφτάσουν
με τα χέρια στις πληγές, της ψυχής στο στόμα,
να και κάποιοι συγγενείς για να με μοιράσουν
κάντε λίγο υπομονή, ανασαίνω ακόμα
Μα εγώ ξεκίνησα για να σε συναντήσω
με την άγια εικόνα σου, μέσο στο μυαλό
πέρασα Οδύσσεια δίχως να δακρύσω
κοίταξέ με που έρχομαι και χαμογελώ.