Αλησμονώ και χαίρομαι θυμιούμαι και δακρύζω
θυμήθηκα την ξενιτιά και θέλω να πηγαίνω.
Σήκω μάνα μ’ και ζύμωσε καθάριο παξιμάδι
να πάρ’ ο γιός στη στράτα του στης ξενιτιάς το δρόμο.
Με δάκρυ βάζει το νερό με πόνους το ζυμώνει
και με τ’ αναστενάγματα βάνει φωτιά στο φούρνο.
Άργησε φούρνε να καείς κι εσύ ψωμί να γένεις
για να διαβείν η συντροφιά κι ο γιος μου να μη φύγει.