Όταν ήμουν κοντός και ετών μόλις δέκα
είχα πει πως μια μέρα θα έχω μεγάλη την καρδιά
από σίδερο κι ατσάλι
κι έτσι δε θα φοβάμαι και σαν ρίξω μπόι
στου ουρανού το σουτιέν θα τρυπώσω μια νύχτα
και γλυκά θα ονειρευτώ.
Ότι θα `χω ένα αμάξι από σοκολάτα
να γυρίζω σ’ αυτό τον πλανήτη σαν να έχω χαθεί,
ότι θα `χω τους φίλους μου να σπάω πλάκα,
μα όταν ρίχνω ματιές στο φεγγίτη στην κορυφή,
θα `σαι, αγάπη μου, εσύ.
Όταν ήμουν κοντός είχα βρει ένα τρόπο
να αγαπάω όλα αυτά που να λέω δεν κάνει,
τη χαρά κάτω απ’ το φουστάνι,
έτσι κι εγώ όπως κάθε παιδί
της μητέρας μου είδα τον άβατο κόσμο πρώτη φορά
και ονειρεύτηκα.
Τώρα λοιπόν, μετά από χρόνια
ένα πράγμα μονάχα φοβάμαι μην τυχόν και συμβεί.
Φοβάμαι μη λιώσει η σοκολάτα
και ψιθυρίζω κοιτώντας την κορυφή.
Πού είσαι, αγάπη μου, εσύ.