Είπα να γράψω ένα τραγούδι
εύκολο και εμπορικό,
μ’ ένα φεγγάρι, ένα λουλούδι
δυο ρίμες κι ένα σ’ αγαπώ.
Και θύμωσε η κιθάρα μου και θύμωσε
και οι χορδές άρχισαν να σπάνε.
Και είπε θα μιλήσουνε τα άψυχα
γι αυτά που τα τραγούδια δε μιλάνε.
Και θύμωσε η κιθάρα μου και άρχισε
μονάχη της να παίζει με μανία.
Να λέει αλήθειες που δεν θα τις άντεχε
του κόσμου η λογοκρισία.
Είπα λοιπόν κι εγώ να γίνω
τραγουδιστής εμπορικός,
την συνταγή καλά την ξέρω
τσάλκατζα, τέλι και καημός.
Και θύμωσε η κιθάρα μου και θύμωσε
και οι χορδές άρχισαν να σπάνε.
Και είπε θα μιλήσουνε τα άψυχα
γι αυτά που τα τραγούδια δε μιλάνε.
Και θύμωσε η κιθάρα μου και άρχισε
μονάχη της να παίζει με μανία.
Να λέει αλήθειες που δεν θα τις άντεχε
του κόσμου η λογοκρισία.
Κι άρχισε η κιθάρα ένα παράπονο
κι απ’ τον καημό της άρχιζα να σβήνω,
επήρα τη μεγάλη την απόφαση
αληθινός και άγνωστος να μείνω.