Μισοβουλιαγμένες βάρκες
ξύλα που πρήζουνται με απόλαυση.
άνεμοι ξυπόλυτοι άνεμοι στα σοκάκια
που κουφάθηκαν πέτρινοι κατήφοροι.
Ο μουγκός ο τρελός η μισοχτισμένη ελπίδα.
Μεγάλα νέα καμπάνες στις αυλές άσπρες μπουγάδες
στις παραλίες οι σκελετοί.
Μπογιές κατράμι νέφτι, ετοιμασίες της Παναγίας
που για να γιορτάσει ελπίζει.
Άσπρα πανιά και γαλανές σημαιούλες.
Κι εσύ στα πάνω περιβόλια κτήνος της αγριαχλαδιάς
λιγνό άγουρο αγόρι ο ήλιος ανάμεσα στα σκέλια σου
να παίρνει μυρωδιά κι η κοπελίτσα στην αντικρινή στεριά
να σιγοκαίγεται απ’ τις ορτανσίες.