Τριγύρω μου άναψα φωτιές για να καεί το δάκρυ
να γίνει στάχτη ο καημός ως του κορμιού την άκρη.
Τρέχω σε πέλαγα βαθιά και στα βουνά ανεβαίνω
να δώσω την ανάσα μου για αυτά που περιμένω.
Μια Κίρκη μου ‘πε να τη βρω μα δεν της δίνω χάδια
κι αν θέλω να ξελογιαστώ θα ζω με τα σημάδια.
Μες στην ψυχή μου μακελειό κι ο κόσμος μου όλος κλαίει,
τι να ‘ναι τάχα η αφορμή και τι για όλα φταίει.
Τι κι αν την είδα τη σιωπή να με κοιτάει στα μάτια
να μου πετάει μαχαιριές σ’ όλα μου τα κομμάτια.
Εγώ γεννήθηκα στο φως που πνίγει το σκοτάδι
και με μεγάλωσαν αητοί στις γειτονιές του Άδη.
Έξω φωλιάζει ο στεναγμός και άρχισαν οι μπόρες
ως τα βουνά ακούστηκαν, στης ερημιάς τις χώρες.
Βρέχει φοβέρες ο ουρανός, ο κόσμος αγριεύει
πως χάλασε έτσι ο καιρός και τις καρδιές παιδεύει.
Χαμένοι μοιάζουμε λοιπόν μέσα στης γης τα φώτα
κι εσύ φοβάσαι το νερό που θα χαράξεις ρότα.
Ύψωσε τ’ όνειρο μπροστά κι αν έχεις δίψα ζήσε
αλλιώς ότι ονειρεύεσαι στη φυλακή σου κλείσε.