Δυο λοστρόμοι Βραζιλιάνοι με μαντήλια τυρκουάζ
όταν πιάναμε λιμάνι, τράβαγαν για τατουάζ
και κεντούσαν στο κορμί τους την αχάριστη ζωή τους.
Ήμουνα Ρωμιός, Ρωμιός και μόνος
και μου σάλεψε ο νους, και μου σάλεψε ο νους
και που λες, στον Μπέυ Μπίσκη, διψασμένος για ουίσκι,
βούτηξα στο μαύρο κύμα και στους μπλε ωκεανούς.
Μ’ έκλαψαν οι Βραζιλιάνοι κι όταν πήγαν στην Λα Παζ,
με το αίμα τους μελάνι τράβηξαν για τατουάζ.
Τώρα μ’ έχουνε μαζί τους κεντημένο στο κορμί τους.
Ήμουνα Ρωμιός, Ρωμιός και μόνος
και μου σάλεψε ο νους, και μου σάλεψε ο νους
και, που λες, στον Μπέυ Μπίσκη, διψασμένος για ουίσκι,
βούτηξα στο μαύρο κύμα και στους μπλε ωκεανούς.