Στη γειτονιά μου ζει εδώ και δέκα χρόνια
ο Λουδοβίκος που `χει κάτι εξωτικό
Τα καλοκαίρια κυνηγάει μαύρα χιόνια
κι όταν οι άλλοι σκάνε αυτός φοράει παλτό.
Ποτέ δε γνώρισε γυναίκα, μάνα, φίλο
και γράφει στίχους σ’ ένα κόμικ παιδικό
Έχει παντρέψει μια κιθάρα μ’ ένα σκύλο
κι όλο φυτεύει μαργαρίτες στο μπετό.
Λουδοβίκο γεια χαρά,
'ποιά χαρά ρε σείς παιδιά;'
σου απαντάει κι είναι πάλι από σένανε φευγάτος
Λουδοβίκο πώς τα πάς;
'ζήσε Μάη μου για μας'
και τραγουδάει είμαι εγώ ο παλαβός κι αυτοί το κράτος.
Προχτές τον βρήκανε στις λάσπες ξαπλωμένο
στην αγκαλιά του μια πυξίδα ναυτική
Χωρίς ταυτότητα ένα τύπο ξεγραμένο
πώς να κηδέψουνε οι αργυραμοιβοί;
Μα αυτός τους είπε ρε χαϊβάνια κάντε πέρα
να σηκωθώ γιατί είχα πάλι παραπιεί
κι αντί για τάφο θέλω επίσημη παντιέρα,
αύριο φεύγω σε μια βάρκα από χαρτί.
Λουδοβίκο γεια χαρά,
'ποιά χαρά ρε σείς παιδιά;'
σου απαντάει κι είναι πάλι από σένανε φευγάτος
Λουδοβίκο πώς τα πάς;
'ζήσε Μάη μου για μας'
και τραγουδάει είμαι εγώ ο παλαβός κι αυτοί το κράτος.