Ξέσπασε άγρια καταιγίδα δίχως πρόλογο
ενώ φορούσαν κοντομάνικα στους δρόμους
σαν έργο τρόμου με σενάριο αυτόνομο
μα ο σκηνοθέτης υπαγόρευε ίδιους ρόλους.
Στην επαιτεία πάλι ο θίασος του αύριο
οι πρωταγωνιστές γωνία παγιδευμένοι
στενά θρανία τρύπια όνειρα προαύλιο
αγάπη μπάσταρδη θητεία αποβλακωμένη.
Και μετά η σιωπή να τρέμει να παλεύει να ιδρώνει
μοναξιά μου υγρή κανείς δε θα σου πει ποτέ συγγνώμη
και μετά η στροφή εξάτμιση που δίπλωσε στη σκόνη
πως να κρατηθεί μια κόκκινη τουλίπα μες το χιόνι.
Όταν η δίψα κάνει αρχή δε συμμαζεύεται
σωριάζει πύργους αλογάκια ιππότες πιόνια
μια ζητιανεύει και την άλλη εκπορνεύεται
ευνούχα ακόρεστη λεκέδες στα σεντόνια.
Άδειασε η πόλη τα σκουπίδια της στην άσφαλτο
κουρέλια απόβλητα κλαριά μεταλλαγμένα
χιόνισε απότομα ο καιρός Μεγάλο Σάββατο
κι ίσως δε πιάσανε όπως έπρεπε τα φρένα.