Στους καταράχτες της Εδεμ βαφτίστηκα κι ορκίστηκα
η θεωρία του πνεύματος τη σάρκα να σαρώσει
τους πόθους μου φυλάκισα τα κύτταρα θωράκισα
πριν τα μεθύσει ο Διόνυσος κι η Εύα τα αναλώσει
ζημιά ζημιά.
Ορφανεμένα κύματα βουβά παραληρήματα
όταν κλαδεύεις το ένστιχτο μαραίνεται η φύτρα
πλαγιάζοντας με αυθαίρετες φιλοσοφίες αδιαίρετες
ξερνάς το γάλα που έσταξε στον ομφαλό η μήτρα.
Ζημιά στα όρια ζημιά στα μόρια ζημιά
ζημιά στη πρώτη ύλη
φωτιά στα χρώματα φωτιά στα αρώματα φωτιά
κι απόλυτη γαλήνη.
Επιθυμίες μετέωρες διχάστηκαν διασπάστηκαν
στη Δύση τρέχει η λογική σε Ανατολή οι ηδονές μου
οι προφητείες ξεστράτισαν τα ζώδια με απάτησαν
μα πού `ναι ο απομηχανής να σμίξει τις ζωές μου
ζημιά ζημιά.
Απρόσιτα άϋλα θέλγητρα τα θέλω μου στα έλκηθρα
να μή τ’ αγγίζει ο πυρετός η έξαψη η ζάλη
τα πάθη μου στο εξώτερο το πύρ το διαολότερο
να τα ελέγχει ο εγκέφαλος το δόγμα και η πλάνη.
Σκουριά κι αλμύρα η μοναξιά το χάδι αφήνει μελανιά
πέρα απ’ το μπλέ του ορίζοντα χρησμός ζητάει Πυθία
ο μύθος ψάχνει απόδραση και το κορμί μιαν όαση
όπως το ξάρτι λαχταρά κρασί και αμαρτία.