Ποιος σας είπε πως δεν μπορώ
ν’ αγαπήσω
το Σικάγο,
με τις διπλές, κρεμαστές γέφυρες,
με τους τυφλούς γκάγκστερς,
με τους ουρανοξύστες,
με τους πωλητές ναρκωτικών,
του δρόμου 88 ή 126.
Ποιος σας είπε πως δεν μπορώ
ν’ αγαπήσω
το Σικάγο,
μέσα σε μια νύχτα μόνο,
με τις φλέβες μου να περιμένουν
την ένεση,
με την αφή μου παρατεταμένη
να περιμένει,
στο δάσος του Κροίσου,
τη συνάντηση.
Ποιος σας είπε πως δεν μπορώ
ν’ αγαπήσω
το Σικάγο,
με τα παγωτά του, τις μπύρες του,
τις πλούσιες πόρνες με τις Chevrolet
και τ’ αγόρια του που πληρώνουν.
- Άκου, θα σου δώσω μια κάμαρα,
απέναντι από την πλατεία,
ώστε να μπορεί να συναντιώμαστε,
όποτε θέλουμε, παρατεταμένα
....... έστω..... μπορεί.
Ποιος σας είπε πως δεν μπορώ
ν’ αγαπήσω
το Σικάγο,
με το ιδιωτικό δίκτυο τηλεοράσεως,
που μεταδίδει
το τελευταίο έγκλημα
του δρόμου 87
ή το λόγο του κ. Προέδρου.
Ποιος σας είπε πως δεν μπορώ
ν’ αγαπήσω
το Σικάγο,
σε μια νύχτα μάλιστα,
με την παλιά ξεθωριασμένη
επιγραφή στην μπλούζα μου,
που επιμένει για το δάσος του Κροίσου,
με τους καρπούς στα δέντρα
και τις ευνουχισμένες χήνες.
Ποιος σας είπε πως δεν μπορώ
ν’ αγαπήσω
το Σικάγο,
με την τυφλή νέγρα τραγουδίστρια,
που τραγουδάει στο μπαρ Σαν Σεμπάστιαν,
για την άγια νύχτα της Ιερουσαλήμ.
Θέλω μονάχα μια καρδιά να μπω
να ζεσταθώ λιγάκι.
Ποιος σας είπε πως δεν μπορώ
ν’ αγαπήσω
το Σικάγο,
μέσα σε μισή ώρα μόνο,
με μια μαύρη μπλούζα
που γράφει καθαρά με κιμωλία
'’ Ζητώ τη μάνα μου''.
Ποιος σας είπε πως δεν μπορώ
ν’ αγαπήσω
το Σικάγο,
με μια άσπρη μπλούζα,
που γράφει με κάρβουνο
''Ζητώ φίλο''.
Ποιος σας είπε πως δεν μπορώ
να πεθάνω
μόνος,
ξενοδοχείον
Δ΄τάξεως,
Έσπερος,
μόνος,
ενώ εσύ θα με πουλάς
με τους Εβραίους της Νέας Υόρκης.