Μετράς τους πόθους σου ξανά, γυρεύεις κι άλλα βέλη
Ποτέ δεν είναι αρκετά, το θήραμα θεριεύει
Οδύνη κι ηδονή ζητάς, το αίμα σου μεθάει
στη σκέψη ότι η ανάσα μου την τύχη σου γεννάει.
Βάζεις τα ρούχα σου αλλιώς, το πρόσωπό σου κρύβεις
μα μη θαρρείς πως ξέχασα στα μάτια σου τι κρύβεις
Μουγκρίζεις κι η ανάσα σου δε μοιάζει στη δική μου
θέλεις να θλίβεις, να ρουφάς, να παίζεις την ψυχή μου.
Με θέλεις έτσι ανήμπορο, να μη σε ξεχωρίζω
αν είσαι ανάγκη ή άδικα σε τρέφω, σε ποτίζω
Και θά’ ρθεις έτσι ξαφνικά, στον ξύπνιο μου, σαν τέρας
να μου σφραγίσεις τη λαλιά στο φως της τηλε θέας
Είναι το βήμα σου αργό σε λίγο θα χιμήξεις
Δε ζεις παρασιτείς κι απλά με χάνεις και σαστίζεις
Μα πριν προλάβεις να με βρεις, σε χάρισα στη λήθη
να ψάχνεις τη μιζέρια σου σ’ άλλων ανθρώπων τύχη.
Όταν σε παίρνουν μυρωδιά σαν τέρας σε κοιτάνε
Νομίζουν πως τη γλίτωσαν, αθώα σε ξεχνάνε
Αν είχα εγώ τη δύναμη στα χέρια μου να παίζω