Μες στου Ζαμπίκου τον τεκέ, βρ’ αμάν αμάν,
θα πα’ να πιω ένα ναργελέ,
για να δω πώς τη φουμάρουν
και το μάπα καλέ μου πώς τον πιάνουν.
Να φουμάρω, να μπαφιάσω,
όρη και βουνά να πιασω.
Μ’ αρέσει νά `μαι χασικλού, βρ’ αμάν αμάν,
να πίνω στους τεκέδες
και να κολλάω τις φωτιές, αμάν αμάν,
σ’ όλους τους αργελέδες.
Φούντωσέ τονε το μάπα
να φουμάρει καλέ μου η μαυρομάτα.
Μες στου Ζαμπίκου τον τεκέ, βρ’ αμάν αμάν,
φουμάρει η Ρήνη αργελέ,
παίζουν οι μάγκες μπαγλαμάδες,
σπάει η Ρήνη, καλέ μου τους σεβντάδες.
Γεια σου Ειρήνη μερακλού, βρ’ αμάν αμάν,
που μού’ γινες και χασικλού.
Οχ, να χαρώ, χασίκλες! Όπα, όπα, άντε.